Ένα πολύτιμο γεωργικό εργαλείο που για πολλές δεκαετίες καλλιέργησε
τη γη της «Κατσάνας» και έθρεψε γενιές και γενιές.
ΓΡΑΦΕΙ: Ο φιλόλογος Παναγιώτης Αντ. Παπαδέλος
Η κατ΄εξοχή εργασία των κατοίκων της «Κατσάνας» μέχρι κι το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα ήταν η γεωργία, η οποία εξασφάλιζε αφενός το κύριο μέσον διατροφής, που ήταν το ψωμί και αφετέρου τις ζωοτροφές απαραίτητες για τη συντήρηση των οικόσιτων ζώων, που τότε το αγροτικό σπίτι διατηρούσε αρκετά. Η γεωργία λοιπόν ήταν η κύρια ασχολία του κατοίκου της Κατσάνας και η καλλιέργεια της γης η βασική πηγή επιβίωσης. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της περιοχής λόγω του δασώδους εδάφους ήταν περιορισμένες και πολλές από αυτές προέρχονταν από εκχερσώσεις. Επόμενο δε και ο οικογενειακός κλήρος ήταν περιορισμένος και η παραγωγή μικρή και πολλές φορές ανεπαρκής, για να εξασφαλίζει τη διατροφή της οικογένειας ιδιαίτερα της πολυμελούς. Βέβαια υπήρχαν και κάποιες περιοχές αρδεύσιμες, οι οποίες όμως καλλιεργούντο περισσότερο με κηπευτικά.
Η καλλιέργεια της γης ήταν κοπιώδης και απαιτούσε υπομονή και αντοχή. Οι δύο βασικές φάσεις καλλιέργειας είναι η σπορά και ο θερισμός. Η σπορά όμως είναι η βάση, διότι, αν δεν πραγματοποιείται, δε θα μπορεί να ακολουθήσει θερισμός. Αυτή άρχιζε τους πρώτους φθινοπωρινούς μήνες και η έναρξη εξαρτάτο από το μέγεθος και τη συχνότητα των βροχοπτώσεων, ώστε «να φουσκώσει η γη» και να είναι εύκολο το όργωμα. Το όργωμα βέβαια ήταν η βασική εργασία καλλιέργειας και πραγματοποιείτο με τη βοήθεια δύο ζώων που έσερναν το άροτρο. Το άροτρο ήταν το αναγκαίο εργαλείο, εφεύρεση του ανθρώπου από τη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία, όταν έπαψε να καλλιεργεί τη γη με τη σωματική προσπάθεια (σκάψιμο) και αναζήτησε ευκολότερους τρόπους.
Κατά τη μυθολογία το εφεύρε ο Ελευσίνιος ήρωας Τριπτόλεμος καθ’ υπόδειξη της θεάς Δήμητρας, η οποία του δίδαξε τη γεωργία και τον διέταξε να την μεταδώσει στους ανθρώπους. Ονομάζεται δε «Ησιόδειον», διότι ο μεγάλος επικός ποιητής Ησίοδος το περιγράφει λεπτομερώς στο έργο του «Έργα και Ημέραι» και υποδεικνύει τον τρόπο κατασκευής και το είδος του ξύλου, που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Παρόμοια ανάλυση, στην οποία αντιγράφει σε πολλά σημεία τον Ησίοδο, κάνει και ο σπουδαίος Ρωμαίος επικός ποιητής Βιργίλιος στο έργο του «Γεωργικά». Τέλος λέγεται και «ξυλάλετρο» από τη βασική ύλη κατασκευής, και για να διαχωρίζεται από το «σιδεράλετρο», το οποίο είναι μεταγενέστερο δημιούργημα.
Το «ξυλάλετρο» (λατιν. Arotrum) το έφτιαχνε μόνος του ο παλιός αγρότης μεταφέροντας εμπειρικά από γενιά σε γενιά τον τρόπο κατασκευής και το είδος του ξύλου, που έπρεπε να χρησιμοποιείται για κάθε μέρος του. Το ξύλο επιλέγετο από αυτά που υπήρχαν πρόσφορα στη φύση ανάλογα με την αντοχή και την ευκολία επεξεργασίας.
Το «ξυλάλετρο»
Πρώτο και βασικό μέρος του αρότρου, που εκεί στηρίζεται όλη η κατασκευή αλλά και η λειτουργία του, είναι η «αλετροπόδα». Ο Ησίοδος την ονομάζει «έλυμα» και η αντίστοιχη Λατινική ονομασία είναι dentale. Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ονομάζεται και «Κουντούρι», ενώ στην Παλαιά Διαθήκη (βιβλίο Κριτών) «Αροτροπόδα». Ο Ησίοδος υποδεικνύει ως κατάλληλο ξύλο κατασκευής το «πουρνάρι» (φέρειν δέ ἒλυμα εἰς οἶκον κατ’ ὂρος ἢ κατ’ ἄρουραν διζήμενος πρίνινον). Η αλετροπόδα είναι μήκους ενός περίπου μέτρου και καταλήγει στο πίσω μέρος σε φυσική γωνία (το ξύλο που έκοβαν φρόντιζαν να έχει ένα κάθετο κλαδί). Το κλαδί της γωνίας κόβεται σε ύψος περίπου είκοσι έως τριάντα εκατοστών. «Πελεκιέται» με τη βοήθεια του σκεπαρνιού έτσι ώστε να πάρει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπίπεδου, ιδιαίτερα όμως η κάτω πλευρά που «πατά» στο έδαφος και η άνω ήταν τελείως επίπεδες. Στην άνω πλευρά ανοίγονται δύο τρύπες διαμπερείς μέχρι κάτω με τη βοήθεια της «σμίλης» (κοπίδι που «σκάβει» το ξύλο). Η μία, η μεγαλύτερη, σε απόσταση περίπου δέκα εκατοστών από τη φυσική γωνία και η δεύτερη, η μικρότερη, στο μέσον. Το αντίθετο άκρο από τη φυσική γωνία «πελεκιέται» έτσι, ώστε να είναι πλατύ και λεπτό. Το κλαδί της φυσικής γωνίας διαμορφώνεται εσωτερικά επίπεδο, ενώ στη βάση της γωνίας ανοίγεται μια τρίτη οπή όχι όμως διαμπερής. Το ξύλο, που χρησιμοποιείτο ήταν το πουρνάρι (πρίνινο), επειδή όμως ήταν δύσκολη η επεξεργασία του πολλές φορές χρησιμοποιείτο πλάτανος, που αφθονούσε στα ποτάμια της περιοχής ή σφεντάμι.
Το δεύτερο βασικό τμήμα είναι το «σταβάρι». Ο «ιστοβοεύς» και «γύης» κατά τον Ησίοδο και buris κατά τους Λατίνους. Το σταβάρι είναι μήκους περίπου 2,50 μέτρων καμπύλο στη μία άκρη και το επεξεργάζονται έτσι ώστε να πάρει τετράγωνη ή στρογγυλή μορφή ανάλογα με το πάχος του ξύλου. Το ένα άκρο προς την κυρτή πλευρά διαμορφώνεται, για να μπαίνει στη μεγάλη τρύπα της αλετροπόδας και να βγαίνει στο κάτω μέρος. Στερεώνεται με ξυλόσφηνες, ( «γόμφους» κατά τον Ησίοδο και λατ. clavus). Μετά την καμπύλη του ιστοβοέως ανοίγεται μία διαμπερής οπή παράλληλα προς αυτήν της αλετροπόδας, για να περάσει η «σπάθη». Στο άλλο άκρο στερεώνεται ένα μεγάλο σιδερένιο άγκιστρο, για να ενώνεται το άροτρο με το «τραβηχτό». Ο Ησίοδος συστήνει και για τον «ιστοβοέα» επίσης «ξύλο πρίνινο». Οι κάτοικοι της Κατσάνας ως επί το πλείστον χρησιμοποιούσαν πλάτανο, για να πετυχαίνουν το κυρτό άκρο. Ορισμένες φορές όμως χρησιμοποιούσαν «δέντρο» (δρυ) ή και σφεντάμι ή έλατο.
Το τρίτο μέρος είναι το «χερούλι» ή «χερουλάτης». Η Ησιόδειος «εχέτλη» (στα λατινικά stiva). Μήκους περίπου ενός μέτρου, καταλήγει σε ορθή γωνία και το άλλο άκρο στερεώνεται στη φυσική γωνία της αλετροπόδας με πρόκες και με στεφάνι από λαμαρίνα. Το εξάρτημα αυτό ονομάζεται και «αλετροουρά» και με αυτό ρύθμιζε την πορεία του αρότρου ο «ζευγολάτης». Στην Κατσάνα προτιμούσαν ξύλο από έλατο ή από μελιό που ήταν εύκαμπτος.
Η «σπάθη» (λατινιστί spatha) είναι μια πλατιά ξύλινη και αργότερα σιδερένια «λωρίδα» μήκους εξήντα εκατοστών και πλάτους πέντε, που περνά από τις οπές της αλετροπόδας και του σταβαριού. Στο κάτω μέρος της αλετροπόδας και στο επάνω μέρος του σταβαριού στερεώνεται με δύο ξυλόσφηνες, ενώ ανοίγονται τρεις τρύπες σε απόσταση τριών εκατοστών μεταξύ τους, ώστε να καθορίζουν το άνοιγμα του αρότρου και επομένως το βάθος της «άροσης». Η ξύλινη σπάθη είναι απαραίτητα από πουρνάρι ή δρυ, για να είναι ανθεκτική.
«Τα φτερά». «Αναστρεπτήρες» κατά την αρχαιοελληνική ή binae aures κατά το Λατίνο Βιργίλιο. Είναι μια ξύλινη διχάλα σε σχήμα V, ανοίγματος περίπου 60 μοιρών με ουρά. Τα «φτερά» διαμορφώνονται με το σκεπάρνι έτσι ώστε να πάρουν πεπλατυσμένη (πλακέ) μορφή, για να ανακατεύουν το χώμα κατά τη διάρκεια του οργώματος. Το άκρον των φτερών προσαρμόζεται στο άκρον της αλετροπόδας και καρφώνεται με πρόκες, ώστε να αποτελούν ενιαίο σύστημα. Η βάση της διχάλας στερεώνεται στη σπάθη.
Το «υνί». Η Ησιόδειος «ύννις» και λατινιστί «vomer». Το μοναδικό σιδερένιο μέρος του αρότρου, το οποίο προσαρμόζεται (σφηνώνει) στο άκρον των φτερών και της αλετροπόδας πραγματοποιώντας την «άροση». Σε σκληρά ή πετρώδη εδάφη το υνί πολλές φορές έβγαινε και επανατοποθετείτο, αφού το κτυπούσαν από την πλευρά της «μύτης» με μαλακή πέτρα. Το υνί από τη μεγάλη χρήση εφθείρετο και για το λόγο αυτό τουλάχιστον μια φορά το χρόνο το πήγαιναν στο «γύφτο»(σιδηρουργό) για «ατσάλωμα».
Ο Ησίοδος διακρίνει τα άροτρα σε δύο είδη. Το αυτόγυον , που είναι μονοκόμματο τουλάχιστον στα τρία μέρη του ( το «έλυμα» την «εχέτλη» και το «γύη») και το πηκτόν, του οποίου το κάθε μέρος είναι ξεχωριστό. Στην Κατσάνα κατασκευαζόταν μόνο το «πηκτόν».
Τα ξύλα για την κατασκευή του αρότρου, που ήταν ως επί το πλείστον το πλατάνι αλλά και το σφεντάμι, το πουρνάρι, το «δέντρο» ( δρυς), το έλατο, ο μελιός, τα έκοβαν «με γεμάτο το φεγγάρι» (πανσέληνος) και όταν είχαν πέσει τα φύλλα των φυλλοβόλων δένδρων ή άλλαζαν των αειθαλών (τέλος του φθινοπώρου και αρχές του χειμώνα). Ο ντόπιος γεωργός δεν περιοριζόταν μόνο στην ολοκληρωμένη κατασκευή του ξυλάλετρου, αλλά τους χειμερινούς μήνες, που ήταν περίοδος χαλαρότητας, κατασκεύαζε και ορισμένα εξαρτήματα επιπλέον, τα οποία φύλαγε, για να τα χρησιμοποιεί σε κάθε περίπτωση φθοράς και ανάγκη αντικατάστασης.
Αυτό ήταν το βασικότερο εργαλείο του παραδοσιακού γεωργού, που για πολλές δεκαετίες μονοπώλησε την καλλιέργεια της γης. Σήμερα το βλέπουμε ως αξιοθέατο στα λαογραφικά μουσεία χωρίς όμως να μπορούμε να φανταστούμε τον κόπο και τη δυσκολία κατασκευής αλλά και την τεράστια προσφορά στην επιβίωση των αγροτών. Στην «Κατσάνα» θα το «γνωρίσουμε» στο λαογραφικό μουσείο Κλειτορίας όπου εκτίθεται αλλά και σε πολλά υπόγεια των χωριών σε μια γωνιά εγκαταλειμμένο να υφίσταται τη φθορά του χρόνου «περιμένοντας» τη φυσική του καταστροφή, αφού το έσυραν πολλές δεκάδες «καματερών» και το διηύθυναν με ιδρωμένες παλάμες γενιές και γενιές «δουλευταράδες». Καλλιέργησε τα «Κατσανιώτικα» χωράφια, που σήμερα παραμένουν άγονα και ακαλλιέργητα και έθρεψε όλες εκείνες τις γενιές, που περίμεναν από αυτό να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
Το «Ησιόδειο άροτρο» έχει περάσει στην ιστορία, αφού πρόσφερε όσα έπρεπε στο παρελθόν. Ας του αποδώσουμε το σεβασμό μας με τη γνώση της ιστορίας του.
Γράφει Ο φιλόλογος Παναγιώτης Αντ. Παπαδέλος